- ἀμυήτους
- ἀμύητοςuninitiatedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… … Hofmann J. Lexicon universale
ORGIA — I. ORGIA Bacchi sacra, aliô nomine Bacchanalia, Dionysiaca, Trieterica, de nocte celebrari solita, omni posthabitâ pudore, teste Liviô, l. 39. c. 9. 10. 13. 17. in Thracia primum ab Orpheo instituta, a quo etiam Orphica dicta sunt, Diodorô Siculô … Hofmann J. Lexicon universale
PRORRHESIS — Graece πρόῤῥησις, h. e. denuntiatio, ritus in sacris Graecorum, quem Lucianus in Pseudomante, ubi sacrorum ceremonias Alexandri cuiusdam impostoris recenset, tribus ex ordine diebus peractas, describit hisce: Καὶ μὲν εν πρώτῃ πρόῤῥησις ἦν ὥσπερ… … Hofmann J. Lexicon universale
βακχεία — Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει … Dictionary of Greek
Δρούσοι ή Δρούζοι — Λαός που ζει στη Συρία, στον Λίβανο, στο Ισραήλ και στην Ιορδανία. Η ονομασία τους προέρχεται από τον θρησκευτικό ηγέτη αλ Νταράζι, ο οποίος κατά τον 10ο αι. ανακήρυξε σε θεότητα τον χαλίφη Φατιμίντ αλ Χαλίμ. Οι Δ. χωρίζονται σε μυημένους ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek